Mπορεί να ωφελεί την σκέψη και την αντίληψη, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Το να μιλάει κανείς στον εαυτό του, δεν σημαίνει πως είναι ιδιότροπος ούτε ότι δεν έχει σώας τας φρένας. Αντιθέτως, μπορεί να ωφελεί την σκέψη και την αντίληψη, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Quarterly Journal of Experimental Psychology», οι άνθρωποι συχνά μιλούν μόνοι τους – οι περισσότεροι τουλάχιστον κάθε λίγες ημέρες, ενώ πολλοί λένε πως μιλούν καθημερινά και με τις ώρες.
Αν και μερικές φορές το μουρμουρητό των άλλων μοιάζει παράλογο, προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως στα παιδιά ο αυτο-απευθυνόμενος λόγος γίνεται για συγκεκριμένο λόγο: τα βοηθεί να καθοδηγούν τη συμπεριφορά τους.
Πολλά λ.χ. μιλούν στον εαυτό τους όταν εκτελούν δραστηριότητες με στάδια, όπως το δέσιμο των παπουτσιών – είναι σαν να μιλούν στον εαυτό τους για να του θυμίζουν κάθε βήμα και να μένει συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει.
Για να διαπιστώσουν εάν το ίδιο ισχύει για τους ενήλικες, γνωστικοί ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Ουϊσκόνσιν-Μάντισον, με επικεφαλής τον δρα Γκάρι Λούπιαν, πραγματοποίησαν μία σειρά πειραμάτων με ομάδα εθελοντών, οι οποίοι έπρεπε να κάνουν αναζήτηση για συγκεκριμένα θέματα.
Τα πειράματα
Τα πειράματα εμπνεύστηκαν οι ερευνητές από προσωπικές τους συνήθειες. «Συχνά μουρμουρίζω στον εαυτό μου όταν ψάχνω κάτι στο ψυγείο ή στα ράφια του σούπερ μάρκετ», εξήγησε ο δρ Λούπιαν.
Στο ένα πείραμα, οι εθελοντές κοίταζαν 20 φωτογραφίες διαφόρων αντικειμένων ανάμεσα στις οποίες έπρεπε να εντοπίσουν ένα συγκεκριμένο (λ.χ. μία μπανάνα). Στις μισές από τις εικοσάδες που κοίταξαν, έπρεπε να επαναλαμβάνουν φωναχτά στον εαυτό τους τι αναζητούσαν, ενώ στις υπόλοιπες να είναι σιωπηλοί.
Αποτέλεσμα: όταν οι εθελοντές μιλούσαν στον εαυτό τους, έβρισκαν τα αντικείμενα πιο γρήγορα (κατά 50-100 χιλιοστά του δευτερολέπτου ταχύτερα, έναντι του συνολικού μέσου όρου της αναζήτησης που ήταν 1,2-2 δευτερόλεπτα).
Σε ένα άλλο πείραμα, οι εθελοντές έκαναν εικονικό shopping: κοιτούσαν φωτογραφίες προϊόντων του σούπερ μάρκετ και έπρεπε να εντοπίσουν ανάμεσά τους όλες εκείνες που αφορούσαν ένα από αυτά (λ.χ. ένα ζελέ). Και σε αυτό το πείραμα, άλλοτε έλεγαν φωναχτά το αντικείμενο που αναζητούσαν και άλλοτε ήσαν σιωπηλοί.
Σε αυτό το πείραμα τα ευρήματα ήταν πολύπλοκα. Όταν αναζητούσαν προϊόντα που ήξεραν (λ.χ. ένα αναψυκτικό), τα έβρισκαν πιο γρήγορα λέγοντας φωναχτά την ονομασία τους. Όταν, όμως, το προϊόν τούς ήταν λιγότερο οικείο, η εκφορά του ονόματός του τους καθυστερούσε.
Όλα τα ευρήματα σε συνδυασμό μεταξύ τους υποδηλώνουν ότι «ο λόγος δεν αποτελεί απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, αλλά ένα σύστημα το οποίο, αναλόγως με την περίσταση, μπορεί να εντείνει την αντίληψη και την σκέψη, ενεργοποιώντας διάφορα τμήματα του εγκεφάλου, όπως η μνήμη», κατά τον δρα Λούπιαν
Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Quarterly Journal of Experimental Psychology», οι άνθρωποι συχνά μιλούν μόνοι τους – οι περισσότεροι τουλάχιστον κάθε λίγες ημέρες, ενώ πολλοί λένε πως μιλούν καθημερινά και με τις ώρες.
Αν και μερικές φορές το μουρμουρητό των άλλων μοιάζει παράλογο, προγενέστερες μελέτες έχουν δείξει πως στα παιδιά ο αυτο-απευθυνόμενος λόγος γίνεται για συγκεκριμένο λόγο: τα βοηθεί να καθοδηγούν τη συμπεριφορά τους.
Πολλά λ.χ. μιλούν στον εαυτό τους όταν εκτελούν δραστηριότητες με στάδια, όπως το δέσιμο των παπουτσιών – είναι σαν να μιλούν στον εαυτό τους για να του θυμίζουν κάθε βήμα και να μένει συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει.
Για να διαπιστώσουν εάν το ίδιο ισχύει για τους ενήλικες, γνωστικοί ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο του Ουϊσκόνσιν-Μάντισον, με επικεφαλής τον δρα Γκάρι Λούπιαν, πραγματοποίησαν μία σειρά πειραμάτων με ομάδα εθελοντών, οι οποίοι έπρεπε να κάνουν αναζήτηση για συγκεκριμένα θέματα.
Τα πειράματα
Τα πειράματα εμπνεύστηκαν οι ερευνητές από προσωπικές τους συνήθειες. «Συχνά μουρμουρίζω στον εαυτό μου όταν ψάχνω κάτι στο ψυγείο ή στα ράφια του σούπερ μάρκετ», εξήγησε ο δρ Λούπιαν.
Στο ένα πείραμα, οι εθελοντές κοίταζαν 20 φωτογραφίες διαφόρων αντικειμένων ανάμεσα στις οποίες έπρεπε να εντοπίσουν ένα συγκεκριμένο (λ.χ. μία μπανάνα). Στις μισές από τις εικοσάδες που κοίταξαν, έπρεπε να επαναλαμβάνουν φωναχτά στον εαυτό τους τι αναζητούσαν, ενώ στις υπόλοιπες να είναι σιωπηλοί.
Αποτέλεσμα: όταν οι εθελοντές μιλούσαν στον εαυτό τους, έβρισκαν τα αντικείμενα πιο γρήγορα (κατά 50-100 χιλιοστά του δευτερολέπτου ταχύτερα, έναντι του συνολικού μέσου όρου της αναζήτησης που ήταν 1,2-2 δευτερόλεπτα).
Σε ένα άλλο πείραμα, οι εθελοντές έκαναν εικονικό shopping: κοιτούσαν φωτογραφίες προϊόντων του σούπερ μάρκετ και έπρεπε να εντοπίσουν ανάμεσά τους όλες εκείνες που αφορούσαν ένα από αυτά (λ.χ. ένα ζελέ). Και σε αυτό το πείραμα, άλλοτε έλεγαν φωναχτά το αντικείμενο που αναζητούσαν και άλλοτε ήσαν σιωπηλοί.
Σε αυτό το πείραμα τα ευρήματα ήταν πολύπλοκα. Όταν αναζητούσαν προϊόντα που ήξεραν (λ.χ. ένα αναψυκτικό), τα έβρισκαν πιο γρήγορα λέγοντας φωναχτά την ονομασία τους. Όταν, όμως, το προϊόν τούς ήταν λιγότερο οικείο, η εκφορά του ονόματός του τους καθυστερούσε.
Όλα τα ευρήματα σε συνδυασμό μεταξύ τους υποδηλώνουν ότι «ο λόγος δεν αποτελεί απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, αλλά ένα σύστημα το οποίο, αναλόγως με την περίσταση, μπορεί να εντείνει την αντίληψη και την σκέψη, ενεργοποιώντας διάφορα τμήματα του εγκεφάλου, όπως η μνήμη», κατά τον δρα Λούπιαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
γράψτε μας...