Μια μοναχική φιγούρα σιωπηλά ανηφορίζει το λόφο του Στρέφη, διασπώντας το μισοσκόταδο της σκέψης, καθώς ο άνεμος απλώνει βιαστικά έναν ψίθυρο... "Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος, ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα..."
Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος", στην στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας "Monsieur Cannibal". Αντί αυτού ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται με το γάντι. Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση. Αντιδρώντας με νεανικό κριτικό πνεύμα, βάζει τον Μαστοράκη στη θέση του με τρία εύστοχα τετράστιχα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο ¶σιμος. Έκτοτε το καθιερώνει.
Έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στη θέση του τερματοφύλακα ενώ οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι "Βίντος". Διακρίθηκε επίσης, στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα "Λ.Α.Κ." (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης).
Ακόμη, βρέθηκαν τα 6 τελευταία χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Παραθέτει επίσης οδηγίες για διάφορες εκκρεμότητες που αφήνει πίσω του και κάποια μηνύματα: "Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με", "Όλα τα τραγουδια μου τα αφήνω στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου". Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Aσιμου.
Στο "Χώρο Προετοιμασίας", το μαγαζάκι στην Καλλιδρομίου 55, που αυτοκτόνησε ο Νικόλας, βρέθηκε από την αστυνομία ένα πρόχειρο αρχείο με δημοσιεύματα που τον αφορούσαν, αρκετές φωτογραφίες, χρηματικό ποσό, 3 κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις (μεταξύ τους και 6 ανέκδοτα τραγούδια), στίχοι και κείμενα.
Βρέθηκαν επίσης, οι πολυκάναλες μαγνητοταινίες που περιλαμβάνουν τις ηχογραφήσεις της περιόδου 1985-88, που έγιναν στο στούντιο "DIVA".
"...Ήταν σαν να πέρασε από δώ ο Έτσι και να μας έδωσε ζωή, και να γινήκαμε όλοι έτσι, και ξαναφεύγοντας ο Έτσι ρούφηξε όλη τη ζωή, παίρνοντας πίσω ό,τι είχε δώσει. Μαζί και μια σταγόνα απ' τον καθέναν. Ίσως του χρειαζόταν για να 'χει τη δύναμη να περπατά, για το αίμα που 'χε χάσει. Ίσως αυτό νομίζουν όλοι. Κι ίσως γι' αυτό τον αποφεύγουν, τον βρίζουν και τον θεωρούν αλήτη. Ίσως το πήρα κι εγώ έτσι. Αλλά τον ξέρω 'γώ τον Έτσι. Και ήμουν πριν κι εγώ σαν Έτσι. Θέλει κουράγιο να 'σαι Έτσι. Για να μπορείς να παραμένεις έτσι, πρέπει να παίζεις την ψυχή σου. Κι εγώ το ξέρω, δεν είν' έτσι. Και ο καθένας είν' ο Έτσι..."
Νικόλαος Ασημόπουλος ήτανε το επίσημό του όνομα.
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβησαν οι γονείς του για την γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην πόλη της Κοζάνης όπου και διέμεναν.
Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών και φιαλών υγραερίου, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρίκα. Ο Νικόλας ήταν ο πρωτότοκος. Ακολούθησαν οι Βασίλης (1952) και Δημήτρης (1956).
Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος. Στο Γυμνάσιο (Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Αρρένων Κοζάνης) δεν τα θέλει καθόλου αυτά και καθησυχάζει τους γονείς του καθώς τον βλέπουν να μην διαβάζει: "Εγώ τα ξέρω, δεν πα να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά". Παιδαρέλι ακόμη, αρχίζει να δείχνει τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Τον χαρακτηρίζει πλούσια αντίληψη, περιέργεια και σιγουριά, ενώ ο νεανικός εγωισμός βρίσκεται στο ζενίθ του. Οξύθυμος σαν φιτίλι, χωρίς ωστόσο να κρατάει κακία σε κανέναν. "Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά", έλεγε η μητέρα του.
Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας. Ένα υποκειμενικό καλλιτεχνικό "alter ego" αρχίζει να καλλιεργείται μέσα του. Για το σχολείο αρχίζει σταδιακά να αδιαφορεί και από διάβασμα, τόσο όσο για να βρίσκεται βαθμολογικά λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο. Δεν έχει φίλους κολλητούς και ούτε βρίσκεται στο επίκεντρο κάποιας νεανικής παρέας.
Νικόλαος Ασημόπουλος ήτανε το επίσημό του όνομα.
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβησαν οι γονείς του για την γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην πόλη της Κοζάνης όπου και διέμεναν.
Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών και φιαλών υγραερίου, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρίκα. Ο Νικόλας ήταν ο πρωτότοκος. Ακολούθησαν οι Βασίλης (1952) και Δημήτρης (1956).
Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος. Στο Γυμνάσιο (Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Αρρένων Κοζάνης) δεν τα θέλει καθόλου αυτά και καθησυχάζει τους γονείς του καθώς τον βλέπουν να μην διαβάζει: "Εγώ τα ξέρω, δεν πα να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά". Παιδαρέλι ακόμη, αρχίζει να δείχνει τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Τον χαρακτηρίζει πλούσια αντίληψη, περιέργεια και σιγουριά, ενώ ο νεανικός εγωισμός βρίσκεται στο ζενίθ του. Οξύθυμος σαν φιτίλι, χωρίς ωστόσο να κρατάει κακία σε κανέναν. "Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά", έλεγε η μητέρα του.
Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας. Ένα υποκειμενικό καλλιτεχνικό "alter ego" αρχίζει να καλλιεργείται μέσα του. Για το σχολείο αρχίζει σταδιακά να αδιαφορεί και από διάβασμα, τόσο όσο για να βρίσκεται βαθμολογικά λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο. Δεν έχει φίλους κολλητούς και ούτε βρίσκεται στο επίκεντρο κάποιας νεανικής παρέας.
Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος", στην στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας "Monsieur Cannibal". Αντί αυτού ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται με το γάντι. Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση. Αντιδρώντας με νεανικό κριτικό πνεύμα, βάζει τον Μαστοράκη στη θέση του με τρία εύστοχα τετράστιχα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί δημοσίως το ψευδώνυμο ¶σιμος. Έκτοτε το καθιερώνει.
Έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, στη θέση του τερματοφύλακα ενώ οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι "Βίντος". Διακρίθηκε επίσης, στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας, αρνούμενος κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα "Λ.Α.Κ." (Λύκειο Αρρένων Κοζάνης).
Το 1967 εγγράφεται στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ.. Τα χρόνια της φοιτητικής του ζωής ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, ενώ παράλληλα έγραφε τραγούδια και τραγουδούσε σε μπουάτ. Συχνά είχε προβλήματα με την αστυνομία: ήταν η περίοδος της Χούντας και της λογοκρισίας που αυτή επιβάλλει.
Το 1973 φεύγει από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνει στην Αθήνα. Συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο και τελειώνει μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης. Γράφει τραγούδια τα οποία δε δισκογραφεί επίσημα, αλλά τα γράφει μόνος του σε κασέτες τις οποίες πουλάει σε διάφορους δρόμους της Αθήνας. Δίνει ακόμα μουσικές παραστάσεις σε μπουάτ της Πλάκας, και συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, και η Κατερίνα Γώγου. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από τη σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη, εκτός γάμου.
Η πρώτη του συμμετοχή στη δισκογραφία ήταν το 1974 με το single Ρωμιός-Μηχανισμός σε ηλικία 25 χρόνων. Το 1977 φυλακίστηκε προσωρινά μαζί με άλλους 5 εκδότες και συγγραφείς. Αποφυλακίστηκαν και οι 5 μετά από πρωτοβουλία του Διονύση Σαββόπουλου. Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση. Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Την περίοδο 1980 - 1981 έγραψε το βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους, το οποίο δεν εκδόθηκε επίσημα, αλλά κυκλοφόρησε από τον ίδιο σε φωτοτυπημένα αντίγραφα. Τα τελευταία χρόνια, και μετά τον θάνατό του, το βιβλίο αυτό έχει κυκλοφορήσει και από εκδοτικό οίκο κάτι που ο ίδιος δεν θα ήθελε να συμβεί.
Το καλοκαίρι του 1982, διασχίζει για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Β. Παπακωνσταντίνου, υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία "Μίνως". Αρχές Νοεμβρίου κυκλοφορεί τελικά τον δίσκο "Ο Ξαναπές", ο οποίος υπήρξε η αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους πρώην συνεργάτες του και την αναρχίζουσα κοινωνία των Εξαρχείων. Με διαθέσεις αυτοσαρκασμού συνθηκολογεί σιωπηλά με τις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του και κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, συντηρώντας μονάχα τις μουσικό-θεατρικές του εμμονές.
Τον Οκτώβρη του 1982 αρχίζει μια σειρά εμφανίσεων με τους αδελφούς Νασιάκους, στην μπουάτ "Σκάιλαμπ", (Πλάκα), ενώ αργότερα συνεχίζει μαζί με το Χ. Ζυγομαλά και άλλους καλλιτέχνες τις εμφανίσεις στο ίδιο μαγαζί κάτω από τον τίτλο "Τάδε Έφη".
Το 1973 φεύγει από τη Θεσσαλονίκη και πηγαίνει στην Αθήνα. Συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο και τελειώνει μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης. Γράφει τραγούδια τα οποία δε δισκογραφεί επίσημα, αλλά τα γράφει μόνος του σε κασέτες τις οποίες πουλάει σε διάφορους δρόμους της Αθήνας. Δίνει ακόμα μουσικές παραστάσεις σε μπουάτ της Πλάκας, και συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, και η Κατερίνα Γώγου. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από τη σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη, εκτός γάμου.
Η πρώτη του συμμετοχή στη δισκογραφία ήταν το 1974 με το single Ρωμιός-Μηχανισμός σε ηλικία 25 χρόνων. Το 1977 φυλακίστηκε προσωρινά μαζί με άλλους 5 εκδότες και συγγραφείς. Αποφυλακίστηκαν και οι 5 μετά από πρωτοβουλία του Διονύση Σαββόπουλου. Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση. Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Την περίοδο 1980 - 1981 έγραψε το βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους, το οποίο δεν εκδόθηκε επίσημα, αλλά κυκλοφόρησε από τον ίδιο σε φωτοτυπημένα αντίγραφα. Τα τελευταία χρόνια, και μετά τον θάνατό του, το βιβλίο αυτό έχει κυκλοφορήσει και από εκδοτικό οίκο κάτι που ο ίδιος δεν θα ήθελε να συμβεί.
Το καλοκαίρι του 1982, διασχίζει για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Β. Παπακωνσταντίνου, υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία "Μίνως". Αρχές Νοεμβρίου κυκλοφορεί τελικά τον δίσκο "Ο Ξαναπές", ο οποίος υπήρξε η αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους πρώην συνεργάτες του και την αναρχίζουσα κοινωνία των Εξαρχείων. Με διαθέσεις αυτοσαρκασμού συνθηκολογεί σιωπηλά με τις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του και κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, συντηρώντας μονάχα τις μουσικό-θεατρικές του εμμονές.
Τον Οκτώβρη του 1982 αρχίζει μια σειρά εμφανίσεων με τους αδελφούς Νασιάκους, στην μπουάτ "Σκάιλαμπ", (Πλάκα), ενώ αργότερα συνεχίζει μαζί με το Χ. Ζυγομαλά και άλλους καλλιτέχνες τις εμφανίσεις στο ίδιο μαγαζί κάτω από τον τίτλο "Τάδε Έφη".
Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1987 η ψυχική και σωματική υγεία του Νικόλα χειροτερεύει. Ταυτόχρονα αυξάνεται η σκληρότητά του σε διαδοχικά πειράματα αθανασίας που εκτελεί σε μικρά ζωάκια (στα χειρόγραφα της αυτοκτονίας ζητά την ύστατη συγχώρεση από τα ζωάκια αυτά για το λάθος που είχε κάνει), ενώ δοκιμάζεται η επιθετικότητά του καθώς τα χαστούκια κατά παντός δίνουν και παίρνουν και η μαγκούρα σαν γκόμενα τον συντροφεύει παντού. Εσωτερικά ωριμάζουν πλέον οι σκέψεις και τα σενάρια για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Το Φευγιό έχει ήδη ξεκινήσει...
Σαν μπαίνει η άνοιξη κυκλοφορεί την τελευταία του κασέτα στην οποία συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου, "Παράνομη Κασέτα Νο 000008 - Στο Φανάρι του Διογένη" και γύρω στο Πάσχα παραχωρεί ως δημιουργός 5 τραγούδια στον Β. Παπακωνσταντίνου για τα "Χαιρετίσματα".
Η επιτυχία του δίσκου ξυπνάει το ένστικτο στα αδηφάγα κοράκια του τύπου που ξαφνικά ανασύρουν από το χρονοντούλαπο της λήθης τον Νικόλα. Παραχωρεί μερικές συνεντεύξεις, ενώ εμφανίζεται στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς "Μειδιώμεν καθ' οδόν", του Γιάννη Σμαραδγή.
Βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή "Τελετή Μύησης" με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Νικόλα και οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις αβάσιμες κατηγορίες: "Βιασμός κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση". Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.
Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να του βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται κυριολεκτικά στην "Σχιζοφρενοβλαβίωσή" του. Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του. Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στην βιντεοταινία "Ανθρωποφάγοι στην Τιβί" του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη "Oh Babylon".
Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική "Γαλήνη". Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη - βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.
Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ' το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί...Μάταια όμως.
Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988, καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς...Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων, σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα:
- "Παιδιά να μην αφήσουμε να τον πάρουν τον Νικόλα τα 'κοράκια'..."
- "Δεν ήξερα, αγόρι μου, ότι είχες τόσους φίλους..."
- "Θα μας λείψεις, αλλά να είσαι σίγουρος ότι η ευαισθησία και η ανθρωπιά
δε θα λείψει..."
- "Λέγανε ότι ήσουν απροσάρμοστος, μα εμείς ξέραμε ότι ήσουν ευαίσθητος..."
- "Νικόλα, γεια σου, σ' αγαπάμε..."
Από το κασετόφωνο του Στέλιου Λογοθέτη ακούγεται για λίγο "Ο Μηχανισμός" σαν ύστατο χαίρε τιμής, ενώ στο μνήμα παραμένουν μέχρι που σκοτεινιάζει λίγοι φίλοι, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας:
"...Πα να κάνεις άλλη μια ζα...ζα...ζα...ζαβολιά…"
Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του "Μπαγάσα".
Εντύπωση προκαλεί η ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης με την αυτοκτονία, ενώ οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ως αντικειμενικοί (όπως πάντα) κριτές κι επικριτές στολίζουν τα άρθρα τους με αρκετές ανακρίβειες, λάθη και καταδίκες.
Σαν μπαίνει η άνοιξη κυκλοφορεί την τελευταία του κασέτα στην οποία συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου, "Παράνομη Κασέτα Νο 000008 - Στο Φανάρι του Διογένη" και γύρω στο Πάσχα παραχωρεί ως δημιουργός 5 τραγούδια στον Β. Παπακωνσταντίνου για τα "Χαιρετίσματα".
Η επιτυχία του δίσκου ξυπνάει το ένστικτο στα αδηφάγα κοράκια του τύπου που ξαφνικά ανασύρουν από το χρονοντούλαπο της λήθης τον Νικόλα. Παραχωρεί μερικές συνεντεύξεις, ενώ εμφανίζεται στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς "Μειδιώμεν καθ' οδόν", του Γιάννη Σμαραδγή.
Βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, λαμβάνει χώρα μια παρανοϊκή "Τελετή Μύησης" με την οικειοθελή παρουσία μιας κοπελιάς που ο έσχατος της φόβος συνδυάζεται με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Νικόλα και οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις αβάσιμες κατηγορίες: "Βιασμός κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση". Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπελιά αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.
Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να του βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται κυριολεκτικά στην "Σχιζοφρενοβλαβίωσή" του. Οι περίοικοι και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του. Παλεύοντας με τους εφιάλτες του, σε μια προσπάθεια ψυχικής ανάκαμψης συμμετέχει στην βιντεοταινία "Ανθρωποφάγοι στην Τιβί" του Νίκου Ζερβού. Ίδια πάνω κάτω εποχή κάνει και ένα πέρασμα από την ταινία του Κώστα Φέρρη "Oh Babylon".
Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική "Γαλήνη". Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη - βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.
Η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, το τσεκούρι της έξωσης να ανεμίζει πάνω απ' το κεφάλι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή που κατακτά το μυαλό του, τον κάνουν κυριολεκτικά κομμάτια. Κρίσεις μελαγχολίας τον σφυρηλατούν, αυτοαπομόνωση, απελπισία και απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθεί...Μάταια όμως.
Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988, καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς...Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων, σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα:
- "Παιδιά να μην αφήσουμε να τον πάρουν τον Νικόλα τα 'κοράκια'..."
- "Δεν ήξερα, αγόρι μου, ότι είχες τόσους φίλους..."
- "Θα μας λείψεις, αλλά να είσαι σίγουρος ότι η ευαισθησία και η ανθρωπιά
δε θα λείψει..."
- "Λέγανε ότι ήσουν απροσάρμοστος, μα εμείς ξέραμε ότι ήσουν ευαίσθητος..."
- "Νικόλα, γεια σου, σ' αγαπάμε..."
Από το κασετόφωνο του Στέλιου Λογοθέτη ακούγεται για λίγο "Ο Μηχανισμός" σαν ύστατο χαίρε τιμής, ενώ στο μνήμα παραμένουν μέχρι που σκοτεινιάζει λίγοι φίλοι, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας:
"...Πα να κάνεις άλλη μια ζα...ζα...ζα...ζαβολιά…"
Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη αναγράφοντας τους στίχους του "Μπαγάσα".
Εντύπωση προκαλεί η ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης με την αυτοκτονία, ενώ οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ως αντικειμενικοί (όπως πάντα) κριτές κι επικριτές στολίζουν τα άρθρα τους με αρκετές ανακρίβειες, λάθη και καταδίκες.
Ακόμη, βρέθηκαν τα 6 τελευταία χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Παραθέτει επίσης οδηγίες για διάφορες εκκρεμότητες που αφήνει πίσω του και κάποια μηνύματα: "Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με", "Όλα τα τραγουδια μου τα αφήνω στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου". Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Aσιμου.
Στο "Χώρο Προετοιμασίας", το μαγαζάκι στην Καλλιδρομίου 55, που αυτοκτόνησε ο Νικόλας, βρέθηκε από την αστυνομία ένα πρόχειρο αρχείο με δημοσιεύματα που τον αφορούσαν, αρκετές φωτογραφίες, χρηματικό ποσό, 3 κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις (μεταξύ τους και 6 ανέκδοτα τραγούδια), στίχοι και κείμενα.
Βρέθηκαν επίσης, οι πολυκάναλες μαγνητοταινίες που περιλαμβάνουν τις ηχογραφήσεις της περιόδου 1985-88, που έγιναν στο στούντιο "DIVA".
Το Φεβρουάριο του 1989 κυκλοφορεί ο πρώτος μεταθανάτιος δίσκος του Νικόλα, "Το Φανάρι του Διογένη", με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου. Ο δίσκος είναι βασισμένος στην "Παράνομη Κασέτα Νο 000008 - Στο Φανάρι του Διογένη" και τα τραγούδια κυκλοφορούν με καινούργια μείξη. Την επιμέλεια είχαν οι Δημήτρης Τραντάλης και Θύμιος Παπαδόπουλος, ενώ για την κυκλοφορία του δίσκου μεσολάβησε ο Β. Παπακωνσταντίνου παραμένοντας διακριτικά σε απόσταση.
Στις 25 Ιουλίου 1989, καθορίστηκαν τα μεταθανάτια πνευματικά δικαιώματα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ορίζοντας ως κληρονόμους τους γονείς του, Λάζαρο και Μαρία Ασημόπουλου (50%) και την κόρη του Λίλιαν Χαριτάκη-Aσιμου (50%).
Στα 1989, ο κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός της Γερμανίας "WDR", αφιερώνει στα πλαίσια του προγράμματος "Οι Αιρετικοί του Κόσμου", μία τρίωρη εκπομπή για τον Aσιμο.
Τα λείψανα του Aσιμου μεταφέρονται τελικά στη γενέτειρά του Κοζάνη το 1992 και φυλάσσονται έκτοτε στο οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου της πόλης.
Επίσης στην Κοζάνη έχει μεταφερθεί και εντοιχιστεί σε μία γωνιά μέσα στο κοιμητήριο και η επιτύμβια πλάκα με τους στίχους του "Μπαγάσα".
Το 1992, κυκλοφορεί ο δεύτερος μεταθανάτιος δίσκος του Νικόλα, "Στο Φαλημέντο του Κόσμου - Γιουσουρούμ", αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Β. Παπακωνσταντίνου. Την παραγωγή ανέλαβε ο Γιώργος Ψωμόπουλος και την ενορχήστρωση ο Χριστόφορος Κροκίδης.
Στα 1997, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στον δίσκο "Πες μου ένα ψέμα ν' αποκοιμηθώ", ερμηνεύει 5 τραγούδια του Νικόλα.
Στις 25 Ιουλίου 1989, καθορίστηκαν τα μεταθανάτια πνευματικά δικαιώματα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ορίζοντας ως κληρονόμους τους γονείς του, Λάζαρο και Μαρία Ασημόπουλου (50%) και την κόρη του Λίλιαν Χαριτάκη-Aσιμου (50%).
Στα 1989, ο κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός της Γερμανίας "WDR", αφιερώνει στα πλαίσια του προγράμματος "Οι Αιρετικοί του Κόσμου", μία τρίωρη εκπομπή για τον Aσιμο.
Τα λείψανα του Aσιμου μεταφέρονται τελικά στη γενέτειρά του Κοζάνη το 1992 και φυλάσσονται έκτοτε στο οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου της πόλης.
Επίσης στην Κοζάνη έχει μεταφερθεί και εντοιχιστεί σε μία γωνιά μέσα στο κοιμητήριο και η επιτύμβια πλάκα με τους στίχους του "Μπαγάσα".
Το 1992, κυκλοφορεί ο δεύτερος μεταθανάτιος δίσκος του Νικόλα, "Στο Φαλημέντο του Κόσμου - Γιουσουρούμ", αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Β. Παπακωνσταντίνου. Την παραγωγή ανέλαβε ο Γιώργος Ψωμόπουλος και την ενορχήστρωση ο Χριστόφορος Κροκίδης.
Στα 1997, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στον δίσκο "Πες μου ένα ψέμα ν' αποκοιμηθώ", ερμηνεύει 5 τραγούδια του Νικόλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
γράψτε μας...