ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Λεξικό της κρητικής διαλέκτου!!!

Η λέξηΣημαίνει
(α)βαρεσάτεμπελιά, οκνηρία
αβατζέρνωπλεονάζω, περισσεύω
(α)βιζέρνωεφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ
αφορδακόςβάτραχος
αμπώθωσπρώχνω
αγαπητεράμε αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά
αγαπητερόςαυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός
αγλάκιτρέξιμο
αγγελοσκιάζομαισκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου
άγγουροςνεαρός, νέος
αγγουροφαίνεταιμου κακοφαίνεται
αγριγιεύγωγίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
αγιάγερτοςαγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
ανάπλακουβέρτα
ανεβαστώανασηκώνω
ανετρανίζωαποκτώ πάλι τις δυνάμεις μου
ανεστορούμαιθυμούμαι και διηγούμαι
ανεβόλεμαανηφόρα
αγκανάρησηαγανάκτηση, εξόργιση
(α)γκανίζωγκαρίζω, φωνάζω δυνατά
αγκίνιαστοςάθικτος, αχρησιμοποίητος
αγγίνιοκαινούριο
αντέτισυνήθεια
αγριοξανοίγωαγριοκοιτάζω
αργουλίδαη άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί
αδέλοιποςαποδέλοιπος, υπόλοιπος
αντίντεροαντίδωρο
αδιάρμιστοςακατάστατος , αταχτοποίητος
ανύχινύχι (μτφ.το κομμάτι)
αδικοθανατίζωβρίσκω κακό και άδικο θάνατο
αντόδιαδόντια
αδυναμίζωχάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά
αελιάαγελάδα
αερινίζειαρχίζει να πνέει δροσερός αέρας
απάκικαπνιστό χοιρινό κομμάτι
απανωπρούκιαπροίκα πέρα της κανονικής
αθάληθερμή στάχτη
άθαφοςάταφος
αθιβολήκουβέντα, συζήτηση
αθόςανθός
άθοςστάχτη
αμπλάαδερφή
αίγαη γίδα
άρκαλοςο ασβός
ακούω (άρωμα)μτφ. μυρίζω
ακρημιάακρινή
αλάργομακρυά (από κάτι – κάποιον)
αλαργοξορίζωστέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά
αμαθιά (αμάτι)ματιά (μάτι)
αμοναχόςμόνος
αναλέγωμαζεύω
ανεμαζώνομαιησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά
ανεστορούμαιθυμάμαι
ανεδιάζωβγαίνω σε ξάγναντο
ανιμένωπεριμένω
ανυφαντήριυφαντό
αξογύρουστο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω
απείςαφού
απλάτανοςο πλάτανος
απλωτόςαπλώστρα
αποδιαφωτάξημερώνει
αποκαμαρώνωκαμαρώνω
απύριθειάφι
άρκαλοςασβός
αρμηνεύωλέω, στέλνω μήνυμα
ασάλευτοςακίνητος , ακούνητος
αργατινήη βραδιά
ασκιανόςίσκιος
αρισμαρίτο δεντρολίβανο
ασπάλαθοςαγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη
αστιβίδαθάμνος αγκαθωτός
αφουγκράζομαιακούω
αχόςθόρυβος
βαβαλίζωφροντίζω, καλοπιάνω
βάρηκεχτύπησε
βαροπρουκισμένηνύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα
βαταλαλώθορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο
βιόλαχρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα – γαρύφαλλο)
βαρεμένηη έγγυος
βουτσέςοι ακαθαρσίες των βοδιών
βρίχνωβρίσκω
βολάφορά
γειαίνω ή γιάνωβρίσκω την υγεία μου
γιαγιέρνωεπιστρέφω
γιάνταγιατί
γιδάρηςβοσκός σε γίδες
γλακώτρέχω
γλεντοκόπισματο έντονο (δυνατό – άγριο) γλέντι
γομάριφορτίο
γράδεςοι γριές
γραη γριά
γρόθοςη γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας
γροικώνιώθω, δίνω προσοχή, ακούω
γραντίζωβρίσκω τον μπελά μου
γροικώακούω
γυρού γυρούκυκλική συναγωγή
δάμακαςο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη
δείλιτο δειλινό
δεμαθιάδεμάτι
διάβαπέρασμα
διακονιάρηςζητιάνος
διαρμίζομαικαθαρίζω, τακτοποιώ
δίφοροςαυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο
δίμουροςδιπρόσωπος
δικολογιάσυγγενολόι
εκειαμέόχι δα
έκειεεκεί
εκουζουλάθηκατρελάθηκα
εδάκαραάρχισα
εργώκρυώνω
έξεέξι
επαέεδώ
επόχτισατελείωσα το χτίσιμο
ερέχτηκαθαύμασα
εσάσαμεεφτιάξαμε
έτζοιςνάτους
ετουλόγου σουεσύ
ετουτανάαυτά
ετσάέτσι
έτσαναιέτσι είναι
ζα(ωζα)τα ζώα
ζάλαβήματα
ζούμπερατα οικόσιτα ζώα
ήφυγεέφυγε
φταρμίζωματιάζω
φταρμόςβασκανία, μάτιασμα
θαρρεύγομαιεμπιστεύομαι
θέτωξαπλώνω
θρινάκιεργαλείο για το χωρισμό του άχυρου από τον καρπό στο αλώνι
θωρώβλέπω
θρουλίκομματάκι, ψίχουλο
ιδώ
δω – βλέπω
ίντατί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)
καβαλίναη ακαθαρσία γαϊδουριού ή αλόγου
καβρόςο κάβουρας
καερέτιβοήθεια
καζάςμπελάς
καλλιάκαλύτερα
καλίκωσηυποδήματα, παπούτσια
κατακεφαλίδιδυνατή ξυλιά στο κεφάλι
κατέ(χ)ωξέρω, γνωρίζω
κάτηςο γάτος
κατσούναμπαστούνι βοσκού
κατσά-κατσάκρυφά
κατσουκανιάαταξία, απάτη
κατσούλαη γάτα
καψάλι(γίνομαι καψάλι) καίγομαι
καψώνομαιξεσταίνομαι
κειοσάςεκείνος
κίντακαι τι
καφάςσβέρκο
καρτσόνικάλτσα
κλουθώακολουθώ
κουκοσάλιοχιονόνερο
κονάκισπίτι
κοντόπερίπου
κοντόάραγε
κόπιασεπρόσκληση στο σπίτι
κουζουλάδατρέλλα, χαζομάρα
κουζουλόςτρελλός
κουκουβίζωκάθομαι με διπλωμένα πόδια
κουλαντρίζωκαταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα
κούμοςμικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα
κουλουμούντρατούμπα
κουλούκισκυλάκι
κριγιόςκριός
(να) κρεπάρεινα εκραγεί
κρούβγωπνίγω

κρυγιότι

το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)
κρυγιόςκρύος, παγωμένος
κουράδιτο κοπάδι
κολώβράω, δέρνω
κοπέλιπαιδί
κωλόπαναμωρουδιακά ρουχαλάκια
λάτρακαθαριότητα, δουλειές του σπιτιού
λιοπύριημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία
λιόχεντραοχιά
λογιέμαιπερνιέμαι, περνάω για…
λογοφέρνωφιλονικώ
λούσαπολυτελή ρούχα και κοσμήματα
μαθιάματιά
μαϊνάρωησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω
μαλάθρακαςμεγάλο σπυρί
μάλαμαχρυσός
μάνι-μάνιγρήγορα
μαρακλήςαυτός που έχει μεράκι(α) – αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται
μαγαρισάβρωμιά
μελίτακαςμυρμήγκι
μεϊντάνι
πλατεία,αγορά
μερακλίκιτο μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω
μεσεδόκιχοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες
μιαολιάλίγο
μικιόςμικρός
μισεύγωφεύγω
μιτάτοκτίσμα στο βουνό στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες
μολαρητόςελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος
μολάρωαφήνω
μονιάζωσυμφιλιώνω
μονομερίζω
συγκεντρώνω σε ένα μέρος
μονοπαντώσυγκεντρώνω σε ένα μέρος
μολέρνωφεύγω τρέχοντας
μουζούριπαλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)
μουσταράμαστάρι.βυζί κατσίκας
μουχλιάζειβραδυάζει

μουζώνωμουντζουρώνω με καπνιά

μπάντα

πλευρά, περιοχή
μπαξέςπεριβόλι, κήπος

μπαλω(θ-τ)ιά

πυροβολισμός
μπέτηςτο στήθος
μπλιόπλέον
μπούκαστόμα
μπουνταλάςβλάκας, χαζός
μπουργιά έχωέχω τα νεύρα μου
μπουρμάςο εξωμότης
νάμιξακουστό όνομα
νέικηνέα
(α)νέφαλοσύννεφο
νογώσκέφτομαι, καταλαβαίνω
νοθιάςνοτιάς
νταγιαντώαντέχω
ντακέρνω ή δακέρνωξεκινώ
ντάκοςπαξιμάδι
ντελόγοαμέσως
ντιρμπάζαατίθαση
ντόδιαδόντια
ντουνιάςο κόσμος, ο λαός
ντουχιουντίζωσκέφτομαι
ξα σουεσύ ότι πεις
ξαμώνωσκοπεύω (σημαδεύω)
ξανοίγωκοιτάζω, θωρώ

ξεκορφίζω
περνώ την κορυφή κάποιου άλλου
ξεκορφίζωβγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος
ξεπατώνομαιξεριζώνομαι
ξυφαίνωυφαίνω
ξωμένωδιανυκτερεύω
ξεγιβεντίζωατιμάζω
ξεπαραλώξηλώνω
ξελαφάσωο(υ)λιά
ξεκουράζομαι για λίγοστιγμή, μικρό κομμάτι
όντεόταν
όξωέξω, εκτός
όρνιθαη κότα
όσαμεμέχρι
οστοσανάτόσα
οφτόψητό στα κάρβουνα
οψάργαςεχθές το βράδυ
οψέςεχθές
οψές ταχιάεχθές το πρωί
παέ-πέραεδώ πέρα
παραβαρώπειράζω, ενοχλώ
παντέρμοςπαντέρημος
παντίδει(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο
παπούλεςείδος όσπρια
παραμερώβάζω παράμερα, παραμερίζω
παράωροςανάπηρος
πατούλιαομάδα
παρασύρασκούπα
περαματίζωόρος της υφαντικής
παινιέταιπαινεύεται
ποβγάνωβγάζω έξω, διώχνω
ποδίδωκαταντώ
ποκρεμούμαιαποκρεμιέμαι
πορευτήςαυτός που περνάει περαστικός
πορίζωπερνάω, βγαίνω έξω, φεύγω
πορπατώπερπατώ
πούλαροςπουλάρι αρσενικό
πράματίποτα
πρεπίζωταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου
πριχούπριν, προτού
προβατάρηςβοσκός σε πρόβατα
πυρώνωζεσταίνω
ριζιμιόριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι – ριζωμένος βράχος)
ρόβιόσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια
ραέτικέρασμα
ροζωνάρωκουβεντιάζω
σάζωφτιάχνω
σαμιάχαρακτηριστικό σημάδι για να γνωρίζεται ένα ζώο
σαμώνωη εργασία που κάνω για τη σαμιά
σανίδιμια σειρά αυλάκια στο περιβόλι
σάχνωφτιάχνω
σεβντάςερωτικός καϋμός
σειρώνωσουρώνω υγρά
σεφέριχρονική φάση – εποχή
σιγούρλιο (με το ..)παρηγοριά, (με το μαλακό)
σιμώνωπλησιάζω
σκάραγυπαετός
σκλόπακουκουβάγια
σκρόφαγουρούνα
στένωστέκομαι
στιβάνιαμπότες
συβάζομαιπείθομαι
σφακολούλουδοο ανθός της πικροδάφνης
σφαλίζωκλειδώνω, ασφαλίζω
σώπατοπεδινό μέρος
σωράο σωρός
ταβλίτάβλα, κομμάτι ξύλου
ταγήη βρώμη
τσαλίμιφιγούρα
τάξε πωςσάμπως
ταχινήτο πρωί
τερτίπικαμωματιά, κόλπο
τζαναμπέτηςο καταφερτζής
τουτουνέαυτό
τουτοσέςαυτός, ετούτος
τραβάγιαφασαρία
τσάρουκαςλαιμός
τσιγκλώπειράζω, ενοχλώ
τσιλιόευκοίλια
τσινιάκλωτσιά
τσίπαμεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του
φαίνωυφαίνω
φανταξάφάντασμα
φάλιομφαλός
φιλεύωκερνάω
φιλιάφιλία
φιλιότσα(-ος)το βαπτιστίρι
φιντάνιβλαστάρι
φλέμοναςπνεύμονας
φορούμαιθεωρώ
φαμέγιοςυπηρέτης
φωλεύγωκάνω φωλιά
χάβδαλοτο τελείως ξερό
χαβεσιλίκιπόθος επιθυμία , πάθος
χαβρίζωφωνάζω πολύ δυνατά ή δεν κάνω τίποτα
χάζιδιασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)
χαζιρεύγωετοιμάζω
χαζίρικαέτοιμα
χαέριτο τυχερό
χαϊνηςαντάρτης
χαιράμενοςχαρούμενος
χάλαβροχάλασμα
χαλακατέβαςαδέξιος , ανεπιτείδιος
χαλασάς (ο)τόπος με χαλάσματα ή τόπος με χαλασμένες πέτρες
χαλέπαπεριοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος
χαλίσικοςγνήσιος , άδολος , ανόθευτος
χάμαικάτω, καταγής
χαντώνομίζω , πιστεύω
χαράκιμεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
χαραμπατεμένοχέρσο ( αυτό που δεν καλλιεργείται πια)
χαρκιάςσιδηρουργός
χαρκιδειόσιδηρουργείο
χαροκοπώγλεντώ διακεδάζω
χαρχαλεύωανακατώνω διάφορα πράγματα με θόρυβο
χαχαλιάχούφτα
χαχαλόβεργαδιχαλόβεργα
χεϊτάνηςδιάβολος
χούγιαιδιοτροπίες
χούισυνήθεια
χούρδοςακατάστατος
χούμελιγλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας
χουρχούδαμαγκούρα , ρόπαλο
χουφθιάχούφτα
χωρατόαστείο
χοχλιόςσαλιγκάρι
χτήμακτήμα (αλλά και το γαϊδούρι)
χυνοβολώορμώ
χυταρίζωκατηφορίζω
χώνωκρύβω
χωσμένοςκρυμμένος
ψαθούριχαμόστρωμα
ψακώνωπικραίνω, δηλητηριάζω
ψαλάσσωτσιμπολογώ
ψαλιμουδίζωσιγομουρμουρίζω
ψαργάτινοςχθεσινοβράδυνος
ψεγαδιάστραη κουτσομπόλα γυναίκα
ψέγοςψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια
ψεσινόςχθεσινός
ψήμαψήσιμο
ψήφοςεκτίμηση
ψακίπικρό, αλλά και δηλητήριο
ψίκιακολουθία , πομπή γάμου
ψιμάρνιόψιμο αρνί
ψιμιδευτόςστολισμένος
ψιμοκαιριάζωαδυνατίζω
ψιμύθιαστολίδια σε κέντημα ή υφαντό
ψιχαλίδαψιλή βροχή , ψιχάλα
ψόμαψέμα
ψόμματαψέμματα
ψομματάρηςμεγάλος ψεύτης
ψύγομαιμαραίνομαι

Blog Widget by LinkWithin

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

γράψτε μας...

web online camera

Γνωρίστε τον Αμιρά με αυτό το βίντεο

Ένα υπέροχο video με τις μοναδικές παραλίες της Κρήτης

Η φωτογραφία της βδομαδας!

Η φωτογραφία της βδομαδας!